πηκτός

πηκτός
-ή, -ό / πηκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α
αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ.
γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή σάλτσα» β. «πηχτό σιρόπι»)
2. πυκνός, δασύς («πηχτά μαλλιά»)
3. φρ. «πηχτό σκοτάδι» — βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι
αρχ.
1. αυτός που έχει μπηχτεί, που έχει στερεωθεί κάπου («πηκτὸν ἔγχος», Σοφ.)
2. ο κατασκευασμένος από πολλά κομμάτια στερεά συναρμοσμένα (α. «πηκτὸν ἄροτρον», Ομ. Ιλ. β. «πηκταὶ λύραι», Σοφ.
γ. «πηκτῶν κλιμάκων», Ευρ.)
3. παγωμένος («ὕδωρ τὸ μὲν ῥέον, τὸ δὲ πακτόν», Τιμ. Λοκρ.)
4. (για φυτά) αυτός που πολλαπλασιάζεται με φύτεμα και όχι με σπορά, εμφυτευμένος
5. αυτός που επιδέχεται πήξη, που μπορεί να πηχθεί
6. φρ. α) «πηκτὸς θάνατος» — θάνατος, αυτοκτονία με ξίφος μπηγμένο στη γη
β) «πηκτὸν ἔδος» — έδρανο καλά συναρμοσμένο, πολυσύνθετο και στερεό
γ) «πηκτά δωμάτων» — οι θύρες
δ) «πηκτὰ δάκρυα» — άφθονα δάκρυα σαν να τρέχουν από πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- τού πήγ-νυμι* + επίθημα -τός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πηκτός — stuck in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτόν — πηκτός stuck in masc acc sg πηκτός stuck in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῖς — πηκτός stuck in masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῖσι — πηκτός stuck in masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῦ — πηκτός stuck in masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτῷ — πηκτός stuck in masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλόπηκτος — η, ο (Α κρυσταλλόπηκτος, ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, ῆγος) παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό πηκτος, σακχαρό πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (<… …   Dictionary of Greek

  • νεόπηκτος — η, ο (Α νεόπηκτος, ον) 1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.) 2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.) αρχ. αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • σφυρόπηκτος — ον, Μ (για τον θεό) ενιαίος, αχώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πηκτος (< πηκτός < πήγνυμι), πρβλ. δουρί πηκτος] …   Dictionary of Greek

  • πακτά — πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) πᾱκτά , πηκτός stuck in neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”